- αὐδήεις
- αὐδήειςspeaking with human voicemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυδήεις — αὐδήεις, εσσα, εν (Α) [αυδή] 1. αυτός που έχει λαλιά, ο προικισμένος με το χάρισμα του λόγου 2. (για θεό) αυτός που χρησιμοποιεί ανθρώπινη γλώσσα 3. (για λόγο ή ήχο) αυτός που εκδηλώνεται με τη φωνή 4. εκείνος που έχει φωνή, που είναι ζωντανός … Dictionary of Greek
αὐδᾶεν — αὐδήεις speaking with human voice masc voc sg (doric) αὐδήεις speaking with human voice neut nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐδῆεν — αὐδήεις speaking with human voice masc voc sg αὐδήεις speaking with human voice neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐδήεντα — αὐδήεις speaking with human voice neut nom/voc/acc pl αὐδήεις speaking with human voice masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐδηέσσης — αὐδήεις speaking with human voice fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐδήεντες — αὐδήεις speaking with human voice masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐδήεντι — αὐδήεις speaking with human voice masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐδήεσσα — αὐδήεις speaking with human voice fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐδήεσσαν — αὐδήεις speaking with human voice fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐδηέσσας — αὐδηέσσᾱς , αὐδήεις speaking with human voice fem acc pl αὐδηέσσᾱς , αὐδήεις speaking with human voice fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)